- προεκθεμένους
- προεκθεμένους , προεκτίθεμαιaor part mid masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» … Dictionary of Greek
προεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι 2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.) 3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση 4. μέσ. προεκτίθεμαι προπαρασκευάζω … Dictionary of Greek